- ψευδακονιτίνη
- η, Ναλκαλοειδές που εξάγεται από τις ρίζες τού δένδρου Αconitum ferox τών ανατολικών Ινδιών και το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ιθαγενείς για να δηλητηριάζουν τα βέλη τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ακονιτίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.